- ανακλαδίζομαι
- ανακλαδίζομαι, ανακλαδίστηκα βλ. πίν. 34
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
ανακλαδίζομαι — 1. εκτείνω τα μέλη τού σώματος μου ένεκα κοπώσεως, ατονίας ή αδιαθεσίας, τεντώνομαι 2. κάθομαι οκλαδόν, σταυροπόδι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + κλαδίζομαι < κλαδί. ΠΑΡ. ανακλάδισμα, ανακλαδισμός, ανακλαδιστός] … Dictionary of Greek
ανακλαδίζομαι — ίστηκα, ισμένος 1. κάθομαι σταυροπόδι: Ανακλαδίστηκαν όλοι γύρω από το σοφρά. 2. Τεντώνομαι, τανύζομαι: Πήγα να ανακλαδιστώ, αλλά η μητέρα μου με κοίταξε αυστηρά και σταμάτησα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ανακλάδισμα — το [ανακλαδίζομαι] 1. έκταση τών μελών τού σώματος ένεκα κοπώσεως, ατονίας ή ασθένειας, τέντωμα 2. κάθισμα σε στάση οκλαδόν, σταυροπόδι … Dictionary of Greek
ανακλαδισμός — ο [ανακλαδίζομαι] το ανακλάδισμα … Dictionary of Greek
ανακλαδιστός — ή, ό [ανακλαδίζομαι] αυτός που κάθεται οκλαδόν, σταυροπόδι … Dictionary of Greek
τεντώνω — Ν [τέντα] 1. τείνω, διατείνω, τανύω («τεντώνω το σχοινί») 2. εκτείνω κάτι απλώνω, τσιτώνω («τεντώνω το πανί») 3. (σχετικά με πόρτα ή παράθυρο) ανοίγω διάπλατα 4. (αμτβ.) (στον Ερωτόκρ.) κατασκηνώνω («τεντώνει απόξω στα τειχιά, τη χώρα φοβερίζει») … Dictionary of Greek